O Τεμπελάκος Άγιος Βασίλης.

Ο Τεμπελάκος Άγιος Βασίλης.

 

      Αρχές Δεκέμβρη και στο εργαστήριο του Άη Βασίλη είχαν ήδη αρχίσει φτάνουν τα πρώτα γράμματα των παιδιών. Όλοι δούλευαν πυρετωδώς. Κάποια ξωτικά έκοβαν κορδέλες και χρωματιστές κόλλες περιτυλίγματος. Κάποια άλλα, πιο πέρα τύλιγαν τα δώρα, άλλο ξωτικό ξεχώριζε τις διευθύνσεις των παιδιών και γενικά όπως είπαμε όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στην δουλειά. Σχεδόν όλοι δηλαδή, εκτός από έναν. Τον ίδιο τον Άη Βασίλη.

      Αυτός εδώ ο Άγιος Βασίλης ήταν κομματάκι διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Θυμάστε τον γλυκό γεράκο με τα κάτασπρα γένια που ξέρετε; Ε λοιπόν, ξεχάστε τον. Τούτος εδώ δε μπορούσε τα μακριά γένια γιατί λέει πως τον γαργαλούσαν. Μα ούτε και τα γυαλιά του φορούσε γιατί θάμπωναν λέει από τα χνώτα του. Καλά, όταν ερχόταν η ώρα πια να διαβάσει τα γράμματα των παιδιών, έπεφταν πολλά γέλια μέσα στο εργαστήριο.

     Πρόπερσι, ένα αγοράκι του ζητούσε στο γράμμα του ένα μεγάλο κάστρο για τους ιππότες του. Ο Άγιος Βασίλης αντί για κάστρο, διάβασε άστρο και έτσι του έφερε ένα τεράστιο αστέρι που φωτίζει το βράδυ. Τόσο μεγάλο ήταν, ίσα που χωρούσε να περάσει από την πόρτα του δωματίου του. Πολύ κλάμα.

     Πέρυσι, ένα κοριτσάκι του ζήτησε μια κούκλα με μακριά μαλλιά για να χτενίζει. Ο Άγιος Βασίλης όμως αντί για κούκλα διάβασε κούπα και έτσι της έστειλε μία κούπα για το γάλα που από το χερούλι κρεμόταν μια κατάξανθη κοτσίδα. Μεγάλη απογοήτευση το κοριτσάκι. Τελικά, κρέμασε μια πινακίδα έξω από το εργαστήριο που έγραφε “ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΟΡΝΙΘΟΣΚΑΛΙΣΜΑΤΑ” και άλλη μια που έγραφε “ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ”.

ξωτικά

       Αυτός εδώ ο Άγιος Βασίλης ήταν συνεχώς μουτρωμένος λες και του είχαν φάει το ψωμί. Για να καταλάβετε, μόλις πάταγε το ποδάρι του μέσα στο εργαστήριο βαρυγκομούσε. Έστελνε αμέσως το πρώτο ξωτικό που έβλεπε μπροστά του να του φέρει τον καφέ του, με τρεις φουσκάλες ακριβώς. Αλίμονο του, αν ο καφές είχε πιο πολλές φουσκάλες. Το ταλαίπωρο το ξωτικό θα άκουγε κατσάδα από τις λίγες.

      Και δεν ήταν μόνο αυτό. Τον ενοχλούσαν όλα. Ακόμα και οι Χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ακόμα και τα κουδουνάκια των ταράνδων. Για τα γέλια των ξωτικών ας μη μιλήσω καλύτερα. Όταν άκουγε τα χαρούμενα ξωτικά να τραγουδάνε και να γελάνε καθώς τύλιγαν τα δώρα των παιδιών, τότε ήταν που φουρκιζόταν πολύ, κοκκίνιζε ολόκληρος και άρχιζε να τρώει με μανία τα ζαχαρωτά που έβαζαν τα ξωτικά μέσα στα δώρα των παιδιών. Μετά, από το πολύ φαΐ, έπεφτε ξερός για ύπνο και ροχάλιζε τόσο δυνατά που το ροχαλητό του σκέπαζε τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια που ακούγονταν από τα μεγάφωνα.

      Τώρα θα μου πείτε, και αυτός αφού δεν του άρεσε να είναι Άγιος Βασίλης, τότε γιατί στο καλό ήτανε; Γιατί δεν τον ξαποστέλνουμε, και στην θέση του να φέρουμε έναν άλλον, κανονικό αυτή την φορά; Με κόκκινη στολή, και γένια και γυαλιά και από όλα;

      Βλέπετε, αυτός ο Άγιος Βασίλης εκτός από παράξενος και δύστροπος, ήτανε και λιγάκι τεμπελάκος. Έπιασε την δουλειά γιατί νόμιζε πως θα δουλεύει μόνο τα Χριστούγεννα, και πως όλο τον υπόλοιπο χρόνο θα κάθεται και θα πληρώνεται.

     Αμ δε, πόσο λάθος έκανε. Γιατί, να τα βάλουμε κάτω, η δουλειά του Άγιου Βασίλη δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη. Έχει να διαβάσει όλα τα γράμματα των παιδιών που είναι πραγματικά πάρα πολλά, να συγκεντρώσει τα δώρα, να τα τυλίξουν τα ξωτικά και μετά εκείνος να τα παραδώσει σε όλα τα παιδάκια ως το πρωί των Χριστουγέννων. Πρέπει να μαζεύει χρωματιστές κορδέλες και κόλλες περιτυλίγματος. Μετά είναι και η στολή του. Μπες, βγες μέσα από την καμινάδα, κατάμαυρη γίνεται από τους καπνούς. Οι υπόλοιποι Αγιο Βασίληδες δηλαδή, γιατί αυτός εδώ βαριόταν τόσο πολύ, που αντί να κατέβει από την καμινάδα και να αφήσει το δώρο κάτω από το δέντρο, χτυπούσε το κουδούνι του σπιτιού και αν ήταν και βιαστικός κάποιες φορές άφηνε το δώρο ακόμη και έξω στα σκαλιά. Δύσκολη η δουλειά του Άγιου Βασίλη.

    Έτσι και σήμερα, ο Άγιος Βασίλης έφτασε στο εργαστήρι πολύ αργοπορημένος ως συνήθως. Θα προτιμούσε να κοιμόταν λίγο ακόμα. Ήπιε το καφεδάκι του, διάβασε την εφημερίδα του και γύρω στο μεσημέρι. Θυμήθηκε ποια είναι η δουλειά του και είπε να διαβάσει κανένα γράμμα. Έτσι φώναξε ένα ξωτικό και του είπε να του φέρει τα σακιά με τα γράμματα.

     “Άντε για να δούμε και σήμερα” είπε και άνοιξε το πρώτο γράμμα. “Άγιε μου Βασίλη φέτος ήμουν πολύ καλό παιδί.”  “Ναι καλά”, μουρμούρισε. “Όλοι τα ίδια λέτε.” Και συνέχισε, “για να δούμε και πιο κάτω τι θέλεις εσύ,μια μπάλα ποδοσφαίρου, μάλιστα, εσύ μια κούκλα,εσύ σιδηροδρομικό σταθμό, κουζινικά…μπλα μπλα μπλα. Βαρετό! Όλα τα παιδιά ζητάνε τα ίδια και τα ίδια πράγματα.” είπε θυμωμένος ο Άη Βασίλης και πέταξε τα γράμματα που κρατούσε στον αέρα. Τα ξωτικά τα έχασαν, οι τάρανδοι απ΄ έξω γυάλιζαν τα κουδουνάκια τους για να γλιτώσουν από την μουρμούρα.

     Έπιασε στα χέρια του το επόμενο σακί με τα γράμματα. Πρώτο πρώτο ήταν ένα που δεν είχε πάνω γραμματόσημο. Ούτε έγραφε και κανένα όνομα. Έμοιαζε λίγο φθαρμένος ο φάκελος.Τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει. “Άγιε μου Βασίλη,ξέρω πολύ καλά ότι δεν υπάρχεις. Και ότι ποτέ δεν υπήρχες.” Ο Άη Βασίλης πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να ψάχνει τα γυαλιά του. “Εδώ η υπόθεση έχει ζουμί” σκέφτηκε. Ποδοπάτησε κάμποσα γράμματα ¨και εν τέλει τα βρήκε μπλεγμένα ανάμεσα σε μία πράσινη και μία μωβ κορδέλα. “Άτιμα ξωτικά” μουρμούρισε. Κάθισε στην πολυθρόνα του και συνέχισε να διαβάζει το γράμμα. “Γιατί τότε εάν υπήρχες στα αλήθεια τα μαγαζιά δεν θα πουλούσαν στολές του Αη Βασίλη και η μαμά μου δεν θα είχε μια τέτοια κρυμμένη στην ντουλάπα της. Ακόμα και αν υπάρχεις όμως, εγώ δε σε συμπαθώ καθόλου. Γιατί ζητάς από όλα τα παιδιά να είναι καλά για να τους φέρεις το δώρο που ζητούν. Ε λοιπόν μάθε ότι εγώ δεν είμαι πάντα καλό και υπάκουο παιδί. Ναι καλά διάβασες, κάποιες φορές μου αρέσει πολύ να κάνω σκανταλιές. Επίσης τρώω πολλά γλυκά και χύνω το γάλα μου στο νεροχύτη κρυφά από την μαμά. Δεν μου αρέσουν καθόλου τα φασολάκια. Ούτε οι φακές. Ακόμα να σου πω ότι μαλώνω και με τον αδερφό μου. Καθολου δεν μου αρέσει που η μαμά και ο μπαμπάς μου έφεραν έναν μικρό αδερφό. Όλη μέρα γκρινιάζει και μου παίρνει τα πράγματα. Όσο για το σχολείο, το ΒΑ-ΡΙΕ-ΜΑΙ!. Ούτε η γλώσσα μου αρέσει, ούτε τα μαθηματικά, ούτε η γεωγραφία, ούτε καν η γυμναστική. Το μόνο που μου αρέσει είναι να φτιάχνω σαίτες και να τις πετάω στη δασκάλα μου. Αυτά από μένα Άγιε Βασίλη, και που σαι, μην τυχόν και μου φέρεις κανένα δώρο. Θα αγοράσω το δώρο που θέλω με το χαρτζιλίκι μου από τα κάλαντα.”

    “Πόπο” έξυσε το κεφάλι του ο Άγιος Βασίλης. “Ο μικρός δεν αστειεύεται. Κάτσε ρε παιδάκι μου, είπαμε να μην πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη αλλά όχι και έτσι. Και εγώ γκρινιάζω αλλά εσύ είσαι άλλο πράγμα. Αυτό δεν το δέχομαι. Στο κάτω κάτω υπάρχει και η μαγεία των Χριστουγέννων!” δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε στην τσέπη του.

    Έπειτα, φόρεσε το σκούφο του, ξερόβηξε και είπε δυνατά “Για μαζευτείτε όλοι εδώ”. “Λοιπόν, έχουμε πολύ δουλειά να κάνουμε. Φέτος δεν πρέπει να μείνει κανένα παιδί παραπονεμένο. Θα φροντίσουμε όλα τα παιδιά να έχουν τα δώρα  τους ως τα Χριστούγεννα, ακόμα και εκείνα που δεν πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη. Αν χρειαστεί θα δουλεύουμε σκληρά μέρα και νύχτα. Και εγώ μαζί σας.” είπε και άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και έβγαλε μία ψεύτικη κάτασπρη γενειάδα. Τα ξωτικά έμειναν έκπληκτα καθώς τον έβλεπαν για πρώτη φορά με τα άσπρα γένια. Στ΄ αλήθεια έμοιαζε τώρα με τον Άγιο Βασίλη.

    Μόνο όταν κάθισε ξανά στην πολυθρόνα του πρόσεξε πως τα χέρια του ήταν λερωμένα με μελάνι. “Άρα το γράμμα που διάβασα, είναι πολύ φρέσκο. Της στιγμής που λένε. Γι αυτό δεν είχε πάνω ούτε γραμματόσημο. Παμπόνηρα ξωτικά!Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτό;”

    Τα ξωτικά μαζεύτηκαν στην άκρη τρομαγμένα, τώρα που ο Άη Βασίλης κατάλαβε το κόλπο τους, φοβήθηκαν πως θα ήθελε να τους δώσει ένα γερό μάθημα. Μα έκαναν λάθος. Έβλεπαν καλά άραγε; Ο Άγιος Βασίλης κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια! Μετά άνοιξε την μουσική πιο δυνατά. Πήρε την κουδούνα του και είπε “Πάρτε όλοι από ένα σάκο και πάμε να αγοράσουμε περισσότερα δώρα και ζαχαρωτά. Με λίγο μελάνι, καταφέρατε να μου θυμίσετε το πιο σημαντικό απ΄ όλα. Την μαγεία των Χριστουγέννων. Χωρίς αυτή δεν υπάρχουν Χριστούγεννα. Αλλά επειδή είστε πονηροί και μου τη φέρατε, σας έχω και εγώ μια έκπληξη!” είπε ο Άγιος Βασίλης και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του.

     Τα ξωτικά τότε τρόμαξαν ακόμα περισσότερο. Ένας Θεός ξέρει τι τους περίμενε! Τότε λοιπόν ο Άγιος Βασίλης έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του σακακιού του και…. Έκπληξη!!!!

      Κάτασπρο χιόνι πετάχτηκε στον αέρα και και όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια!!!!! Βγείτε όλοι γρήγορα έξω!!!Ώρα για χιονοποοοόλεμο!” είπε χαρούμενα ο Άγιος Βασίλης!

      “Ζήτω!!!” Φώναξαν χαρούμενα τα ξωτικά και όλοι μαζί μετά έτρεξαν μονομιάς έξω για παιχνίδι. “Ώρα για χιονοπόλεμοοοοοο!!!!!”.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *