Ένα ποστ λίγο νοσταλγικό, γεμάτο αναμνήσεις…
Η γιαγιά μου, την έκανε στα ξαφνικά πριν 21 χρόνια, ανήμερα της Αγίας Ειρήνης. Τόσο καιρό μετά, και ακόμα μου έρχονται φλασάκια, εικόνες και μυρωδιές ρε φίλε, λες και θα την δω μπροστά μου.
Η γιαγιά ήταν αδύνατη κα μικροκαμωμένη. Φορούσε ρομπίτσες και μαντήλι στα μαλλιά της.
Την έλεγαν Σιμέλα, αλλά πολλοί την φώναζαν Ασημίνα.
Με φώναζε ¨Μωρσή”. Ούτε μωρή, ούτε μωρέ ούτε κάτι άλλο.”Μωρσή ελα δω, μωρσή μην φωνάζεις” κλπ.
Όποτε μπορούσε, χαρτζιλίκωνε. Και τα έδινε μουλωχτά, λες και έσπρωχνε φιλοδώρημα στον μετρ στα μπουζούκια να την βάλει σε μπροστινό τραπέζι.
Η γιαγιά κάπνιζε. Κάπνιζε πολύ. Κάπνιζε πάρα πολύ. Καρέλια κασετίνα. Όταν κλείνω τα μάτια μου να την θυμηθώ, την βλέπω πάντα μα πάντα να κρατάει τσιγάρο.
Τσιγαρόβηχας. Η γιαγιά, έμενε από κάτω. Έβηχε πολύ, συχνά και δυνατά. Φίλε την άκουγες να βήχει λες και ήταν μέσα στο αυτί σου. Ποοολύ βήχας. Αλλά το τσιγάρο δεν το άφηνε.
Έφτιαχνε το καλύτερο ποπ κορν. Εγώ έμαθα να φτιάχνω ποπ κορν μετά τον θάνατο της.
Έφτιαχνε το πιο νόστιμο αρνί στο φούρνο.
Πάντα κάπου μέσα στο σπίτι της, είχε καραμέλες γάλακτος.
Έπλεκε με μαλλί και χοντρές βελόνες, και μας έβαζε να τα κάνουμε μασούρι με τα χέρια μας.
Τα φαγητά της γενικά ήταν βαριά και νόστιμα. Όταν μαγείρευε, έβαζε πολύ λάδι και πολύ πιπέρι. Πολύ όμως. Το πιπέρι που έβαζε στις αγκινάρες μπορούσε να σε στείλει για τσαί. Συνήθειο που έχω και γω!
Επίσης ποτέ δε θυμάμαι να φτιάχνει ένα και μοναδικό φαί. Πάντα έφτιαχνε και μεζεκλίκια μέσα στα μικρά κατσαρολάκια.της.
Γιαγιά=τηγανιτές πιπεριές γεμιστές με φέτα. Δεν περιγράφω άλλο.
Της άρεσε να τρώει γιαούρτι αγελαδίτσα. Αυτό έτυχε να είναι και το τελευταίο γεύμα της.
Όποτε τρώγαμε όλοι μαζί ξέραμε ότι όποιος κάτσει δίπλα της, θα του έβαζε στο πιάτο του, ότι δεν τελείωνε από το δικό της. Έπαιρνε πχ ένα κομμάτι κοτόπουλο από το πιάτο της, το έβαζε στο δικό σου και σου έλεγε “πάρε να το φας, δεν το έχω ακουμπήσει”. Κάθε, μα κάθε φορά. Γιακ.
Έκανε πλάτες στις αδερφές μου. Α.Κ.Α. κατέβαιναν κάτω στο σπίτι της και κάπνιζαν κρυφά από τους γονείς μας.
Όποτε λέω ή ακούω τη λέξη “τσαούσα” μου έρχεται η εικόνα της στο μυαλό.
Η γιαγιά ήταν αυτό που λέμε, μικρή στο μάτι. Δεν σήκωνε και πολλά πολλά.
Είχε μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά, όχι άσχημη όμως. Ακόμα και τώρα, 21 χρόνια μετά ,κάποιες φορές όταν πηγαίνω στο πατρικό μου, ορκίζομαι πως μυρίζει “γιαγιά”. Το ίδιο λένε και οι αδερφές μου.
Το μεσημέρι, λίγες ώρες πριν πεθάνει, μου είπε “παιδί μου, έφτασε ο καιρός μου να φύγω και εγώ”. Της απάντησα “έλα ρε γιαγιά, κόψε τις βλακείες”. Το πολύ τέσσερις ώρες μετά πέθανε.
Για κάποιο περίεργο λόγο, το πρώτο πράγμα που έκανα όταν πέθανε, ήταν να τρέξω να πάρω τα γυαλιά της. Καφέ κοκάλινα γιαγιαδίστικα γυαλιά. Τα έχω ακόμη στο συρτάρι μου.
21 χρόνια χωρίς την γιαγιά Σιμέλα!
Μας λείπεις πολύ…