Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις από τα παλιά…
Ho ho ho είπαμε;
Πρωτοχρονιάτικο ποδαρικό αλλά τι ποδαρικό; Με τα όλα του. Δε βγαίναμε απλώς έξω από την πόρτα του σπιτιού, αλλά βγαίναμε από όλο το οίκημα, if you know what i mean. Οπότε μέχρι να μπούμε στην κυρίως πόρτα του σπιτιού, είχαμε κάνει ήδη ποδαρικό στην πόρτα της αυλής και στην εξώπορτα.
Επίσης για το ποδαρικό δε βγαίναμε μόνο με το ρόδι ξεροσφύρι, αλλά με ένα πιάτο μιξ μελομακάρονα και κουραμπιέδες παραμάσχαλα. Και μπαίναμε μέσα σαν μουσαφιραίοι. Ποδαρικό με τα όλα του, δηλαδή.
Μια χρονιά κιόλας , είχαμε βγει για ποδαρικό τρία άτομα μαζί. Οι δυο αδερφές μου και εγώ. Κρατάγαμε όλα τα συμπράκαλα που είπα και πιο πάνω και περιμέναμε κάνα δυο λεπτά μέχρι την αλλαγή. Ε και αλλάζει ο χρόνος, αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε εκεί έξω από το σπίτι μες το κρύο και το αγιάζι, και ξεκινάνε τα μπαμ μπουμ. Και μπαμ από δω, και μπουμ από κει, μας πήγε τρεις και μία, και κάναμε και οι τρεις να μπούμε στην εξώπορτα ταυτόχρονα. Και φρακάραμε. Για λίγα δευτερόλεπτα ήταν, αλλά φρακάραμε.
Η μαμά μου ντυνόταν Άγιος Βασίλης με μεγάλη επιτυχία για αρκετά χρόνια. Τα δώρα δεν μας τα έφερνε τα Χριστούγεννα αλλά την Πρωτοχρονιά. Το ότι Άγιος Βασίλης δεν υπήρχε, και όλο το σκηνικό ήταν μούφα, το κατάλαβα μια παραμονή Πρωτοχρονιάς που η μαμά μου είχε κρύψει την στολή στο κρεβάτι της κάτω από το πάπλωμα και πήγα να ξαπλώσω. Πραγματικά το θυμάμαι ακόμα το κλάμα που έριξα.
Κάθε Πρωτοχρονιά κόβαμε την Βασιλόπιτα όλοι μαζί και μια χρονιά κάνει ο πατέρας μου την έκπληξη. Φέρνει ξαφνικά τον κουμπαρά του και λέει ότι σε όποιον πέσει το φλουρί, θα πάρει ότι έχει μέσα. Εν τω μεταξύ αυτό δεν το είχαμε κάνει ποτέ ξανά. Ξεκινήσαμε κ εμείς τώρα τα αχαχα, σίγα τώρα τι να χει μαζέψει, άντε καμιά δεκαπενταριά 2ευρα το πολύ. Δεν ακουγόντουσαν και πολλά γκλιν γκλον. Κόβουμε λοιπόν την Βασιλόπιτα και πέφτει το φλουρί στην μία μου αδερφή. Ανοίγει ο πατέρας μου τον κουμπαρά, και βγάζει από μέσα τρία 50ευρα και κάνα 30ρι σε κέρματα. Καμιά 180ρα δηλαδή. Η αδερφή μου τα βούτηξε με κίνηση αιλουροειδούς και ύφος who’s laughing now. Εγώ έκλαιγα εσωτερικά γιατί αν κοβόταν το κομμάτι ένα με ενάμιση εκατοστό πιο δίπλα, το φλουρί θα έπεφτε σε μένα.
Σαν παιδάκι και εγώ, όταν έλεγα τα κάλαντα, είχα σταμπάρει το σπίτι με τα φράγκα, και πήγαινα πρωί πρωί. Ήταν δυο στην γειτονιά αυτοί που έδιναν τα περισσότερα. Ήμουν τυχερή γιατί στο ένα από αυτά, επειδή με ήξεραν πήγαινα δύο φορές σε μια μέρα. Μία φορά μόνη μου, και πιο μετά με τις φίλες μου.
Θυμάμαι ότι μια χρονιά με τα κάλαντα είχα πάρει τα Σαΐνια και σοκολάτα.
Το καλύτερο ήταν το δέντρο που όλοι βαριόμασταν να ανοίξουμε και θέλαμε μόνο να βάλουμε τις μπάλες. Το χειρότερο μου όμως δεν ήταν το άνοιγμα, ούτε καν το μάζεμα του δέντρου. Ήταν όταν έπρεπε να βάλουμε τα λαμπάκια στο δέντρο. Αν δεν έχεις βάλει λαμπάκια με την μαμά μου, δε μπορείς να ξέρεις.
Επίσης μια χρονιά, που για κάποιο λόγο είχε χαλάσει το δέντρο μας, είχαμε φέρει ένα μπέντζαμιν από το μπαλκόνι και στολίσαμε αυτό. Με μπάλες, λαμπάκια και απ όλα.
Το πιο παράξενο δώρο που είχα ζητήσει να μου πάρουν ήταν ένα καλάθι, απλό καφέ τύπου πλεγμένο με ξυλάκια. Δεν έχω ιδέα γιατί το ήθελα ή τί το έκανα πραγματικά, αλλά θυμάμαι ότι το ήθελα υπερβολικά πάρα πολύ.
Έχω ακόμα ένα από τα γράμματα που είχα στείλει το 92 ή το 93 στον Άγιο Βασίλη. Νομίζω ότι του ζητούσα Μπάρμπι, και στο γράμμα του λέω να μπει από την πόρτα και να μην κατέβει από την καμινάδα για να μην λερώσει τα ρούχα του. Ωστόσο δεν είχαμε τζάκι στο σπίτι, οπότε δεν υπήρχε και καμινάδα.
Καλές γιορτές σε όλους με υγεία!