Ιπτάμενα Καρότα!

ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΚΑΡΟΤΑ

Ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, ο Λουκουμάς, ο γέρο Ασβός, έκανε την συνηθισμένη του βόλτα στο δάσος. Ήταν αρκετά μεγάλος και περπατούσε αργά, αλλά το έλεγε η καρδούλα του. Αν δεν έκανε ολόκληρο τον γύρο από το ποτάμι μέχρι την άγρια βατομουριά, δεν
γυρνούσε πίσω στην φωλιά του. Ο καημένος, δεν άκουγε πολύ καλά, και όλα τα ζώα τον πείραζαν για αυτό.
¨Καλημέρα¨ του έλεγε η Αστέρω η κουκουβάγια όταν τον έβλεπε, ¨περιστέρα¨άκουγε εκείνος, και σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό να ψάξει για κανένα περιστέρι.
Σήμερα πια, ο Λουκουμάς είχε ξυπνήσει με μεγάλη όρεξη. Και για βόλτα και για φαγητό. Περπατούσε αργά ως συνήθως, μέχρι που του έπεσε εντελώς ξαφνικά κατακέφαλα ένα καρότο.

¨Τι στην ευχή είναι αυτό; ¨ είπε και έξυσε το κεφάλι του. Γυρίζει και τι να δει; Ένα μισοφαγωμένο καρότο στεκόταν μπροστά
του φαρδύ πλατύ! ¨Μμμ, μάλλον κάποιος δεν πεινούσε πολύ¨σκέφτηκε. ¨Δεν πειράζει όμως, θα το αποτελειώσω εγώ, που πεινάω σαν λύκος!¨
Αφού το ροκάνισε στα γρήγορα, συνέχισε να περπατά μα δεν έκανε ούτε λίγα βήματα ώσπου τσουπ! Ένα ακόμα καρότο πετάχτηκε στον αέρα και προσγειώθηκε μπροστά στην γέρικη ιτιά.
¨Άλλο και τούτο πάλι! Μα από που έρχονται αυτά τα καρότα που πετάνε στον αέρα;¨Πάει κοντά και βλέπει πως και αυτό το καρότο ήταν φαγωμένο ως την μέση. Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά, κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Και που δεν κοίταξε. Βαρέθηκε να λύσει το μυστήριο και αφού πεινούσε λίγο ακόμα, το έκανε μια χαψιά και προχώρησε χωρίς να το πολυσκεφτεί.
Λίγο πιο κάτω συνάντησε την Αστέρω την κουκουβάγια. “Καλημέρα κ. Αστέρω. Τι μου κάνετε; Στις ομορφιές σας είστε
σήμερα.”
“Ω, σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια κ. Λουκουμά. Να έχετε και εσείς μια όμορφη μέρα!”. Του απάντησε η Αστέρω.
¨Περιστέρα;;;Άντε πάλι με αυτή την περιστέρα. Μα εγώ δεν βλέπω στον ουρανό καμία περιστέρα¨ μουρμούρισε ο Λουκουμάς φεύγοντας, μα και πάλι χαμογέλασε ευγενικά στην Αστέρω.

“Αχ, η καημένη, γέρασε πολύ και μάλλον δεν βλέπει καλά. Νομίζει πως βλέπει περιστέρια να πετούν ψηλά.¨ σκέφτηκε μα δεν της είπε τίποτα για να μην την στενοχωρήσει.

ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΚΑΡΟΤΑ

Ο Λουκουμάς, δίψασε λιγάκι, και πλησίασε στην όχθη του ποταμιού για να πιει λίγο νεράκι. Μα την ώρα που έσκυψε το κεφάλι του,
Σπλασςςς!!! Ένας δυνατός παφλασμός τον τρόμαξε προτού προλάβει να ξεδιψάσει λιγάκι. Σήκωσε το κεφάλι του να δει τι ήταν αυτό που έπεσε με τόση δύναμη στο ποτάμι. Ότι και ήταν πάντως, είχει πέσει στον βυθό για τα καλά. Μα τον Λουκουμά όμως, τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει.

“Ίσως αν ανέβω σε αυτήν εδώ την πέτρα, και μετά πηδήσω σε εκείνη την μεγαλύτερη, ίσως αν από κει σκύψω λίγο πιο πολύ…ίσως τα καταφέρω να βρω τι…” και καθώς έκανε μια προσπάθεια να ανέβει στην πρώτη πέτρα…

¨Μπλουμ!!!¨ο Λουκουμάς βρέθηκε με μιας στον πάτο του βυθού. Ποπο, ο καημένος… Μάλλον τα καρότα του έπεσαν βαριά…
Όμως να, τι είναι αυτό εκεί το πορτοκαλί μακρουλό πραγματάκι που τυλίχτηκε στα φύκια;
Ο Λουκουμάς το τράβηξε με δύναμη και κολύμπησε ως την όχθη. Τίναξε το νερό από πάνω του και είδε με έκπληξη πως στα χέρια του κρατούσε, τι άλλο; Ένα καροτάκι που ήταν ροκανισμένο ως την μέση.
Αν είναι δυνατόν!Βρέχει καρότα; Ο Λουκουμάς σταύρωσε τα χέρια του και είπε  “Αχ, αν είναι έτσι κάνε Θεούλη μου να βρέξει και κανένα μηλαράκι λαχταριστό και ζουμερό!”.
Είδε και απόειδε πως το κέφι του δε θα γινόταν με τίποτα και πήρε αργά αργά τον δρόμο του γυρισμού. Καθώς προχωρούσε σαν να του φάνηκε ότι άκουσε κάτι περίεργους ήχους, κάτι σαν κρίτσι κρίτσι, κάτι σαν κρατς κρουτς, κάτι σαν κάποιος να ροκανίζει κάτι τέλος
πάντως. Κάτι, αλλά τι;
Ακολούθησε τον ήχο, σκαρφάλωσε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου, πέρασε ανάμεσα από τους θάμνους, απέφυγε με επιτυχία ένα
ακόμη ιπτάμενο καρότο που παραλίγο να πέσει και αυτό στο κεφάλι του και τότε…

Ταράαααν….

Το μυστήριο λύθηκε..Να από που ερχόταν ο θόρυβος! Ο Λουκουμάς βρήκε τον Λάζαρο, τον λαγό, ξαπλωμένο και αραχτό να ξεκουράζεται σταυροπόδι κάτω από την βελανιδιά. Ολόγυρα του ήταν δεκάδες μισοφαγωμένα καρότα! Έτρωγε λιγάκι το καρότο ως την μέση που ήταν πιο τρυφερό, το πετούσε, και αμέσως έπιανε να ροκανίσει το επομένο.
Έτσι εξηγείται λοιπόν! Καμία παράξενη βροχή λαχανικών δεν υπήρχε. Μόνο ένας λιχούδης λαγός, ολίγον τεμπελάκος, με
πονόδοντο. Μάλιστα, με πονόδοντο. Γι΄ αυτό όλα τα καρότα ήταν μισοτελειωμένα. Ο καημένος, πονούσε τόσο που δεν μπορούσε να τα αποτελειώσει ως την άκρη τους που ήταν πιο σκληρά!

Πήγε ο γερό Άσβός και κάθισε κοντά του. “Λοιπόν Λάζαρε, εγώ θα σου φέρω μαλακά φρούτα για να μπορείς να φας και να μην πονάς, και εσύ θα μου υποσχεθείς πως όταν σου περάσει ο πονόδοντος, θα με βοηθήσεις να μαζέψουμε όλα αυτά τα καρότα που πέταξες στον αέρα δεξιά και αριστερά. Όταν πια δε θα πονάς θα τα χρειαστείς.” είπε ο
Λουκουμάς στον Λάζαρο.
Έπειτα οι δυο φίλοι, έκλεισαν τα μάτια τους και ονειρεύτηκαν μια πεντανόστιμη βροχή από φρούτα και λαχανικά! Και έτσι χαρούμενοι και χορτάτοι, αποκοιμήθηκαν κάτω από τα φύλλα της βελανιδιάς.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *